Greek Meaning of stockhorn
Στόκχορν
Other Greek words related to Στόκχορν
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stockhorn
- stockholm => Στοκχόλμη
- stockholdings => μετοχές
- stockholding => Μετοχική συμμετοχή
- stockholders meeting => Γενική Συνέλευση
- stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος
- stockholder => μέτοχος
- stockfish => Πάστος μπακαλιάρος
- stocker => αποθηκάριος
- stocked with => εξοπλισμένο με
- stocked => εφοδιασμένος
- stockily => Χοντροκομμένος
- stock-index futures => Σταθερά Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης Επιδείκτη Μετοχών
- stockinet => τρικώ
- stockinette => Μπλούζες
- stocking => κάλτσα
- stocking cap => Καλσόν
- stocking filler => γέμιση κάλτσας
- stocking stuffer => Δώρο για τη κάλτσα
- stockinged => με κάλτσες
- stock-in-trade => Αποθεματικό εμπορεύματος
Definitions and Meaning of stockhorn in English
stockhorn (n)
an ancient (now obsolete) single-reed woodwind; usually made of bone
FAQs About the word stockhorn
Στόκχορν
an ancient (now obsolete) single-reed woodwind; usually made of bone
No synonyms found.
No antonyms found.
stockholm => Στοκχόλμη, stockholdings => μετοχές, stockholding => Μετοχική συμμετοχή, stockholders meeting => Γενική Συνέλευση, stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος,