Greek Meaning of rusting

σκουριά

Other Greek words related to σκουριά

Definitions and Meaning of rusting in English

Wordnet

rusting (n)

the formation of reddish-brown ferric oxides on iron by low-temperature oxidation in the presence of water

Webster

rusting (p. pr. & vb. n.)

of Rust

FAQs About the word rusting

σκουριά

the formation of reddish-brown ferric oxides on iron by low-temperature oxidation in the presence of waterof Rust

διάβρωση,σαπισμένο,αποσυνθέτειν,σάπιος,μειούμενη,εκφυλιστικός,εξευτελιστικός,αφεδρος,Επιδεινούμενος,ετοιμόρροπος

γήρανση,γήρανση,υπό ανάπτυξη,αυξανόμενος,ώριμος,Αποκατάσταση,Ώριμανση,συναρμολόγηση,καθαρισμός,Βελτιούμενος

rustiness => σκουριά, rustily => σκουριασμένο, rusticly => αγροτικά, rusticity => χωριάτικος, rusticism => ρουστίκ,