Greek Meaning of rusting
σκουριά
Other Greek words related to σκουριά
- διάβρωση
- σαπισμένο
- αποσυνθέτειν
- σάπιος
- μειούμενη
- εκφυλιστικός
- εξευτελιστικός
- αφεδρος
- Επιδεινούμενος
- ετοιμόρροπος
- αποσυντιθέμενος
- τρώω
- ερεθοποιός
- πύον
- ρύπανση
- τρωκτική
- σάπιος
- μούχλα
- οξειδωτικό
- καταστροφικός
- βύθιση
- κακομαθαίνω
- μαραμένος
- που καταρρέει
- σαπίζω
- αντιδρώντας
- μπερδεμένος
- μολυσματική
- διεφθαρμένος
- πήξη
- βεβήλωση
- διαλυτικός
- κρεμάμενος
- αποτυχημένος
- πτώση
- ζύμωση
- χαλαρούσε
- τριβή
- καθυστερημένο
- μαραζώνων
- εξευτελιστικός
- Τσιμπολόγημα
- μολυσματικό
- χαλαρός
- καθαρισμός
- ολίσθηση
- ξίνισμα
- μόλυνση
- στροφή
- εξασθένιση
- μαραμένος
- δαγκωμένο (beißend)
- αναλύοντας
- τρέχω προς τα κάτω
- σάρωμα
- απενεργοποιώ
- Πλύσιμο
- Μαρασμός (μακριά)
- Φθορά (μακριά)
Nearest Words of rusting
Definitions and Meaning of rusting in English
rusting (n)
the formation of reddish-brown ferric oxides on iron by low-temperature oxidation in the presence of water
rusting (p. pr. & vb. n.)
of Rust
FAQs About the word rusting
σκουριά
the formation of reddish-brown ferric oxides on iron by low-temperature oxidation in the presence of waterof Rust
διάβρωση,σαπισμένο,αποσυνθέτειν,σάπιος,μειούμενη,εκφυλιστικός,εξευτελιστικός,αφεδρος,Επιδεινούμενος,ετοιμόρροπος
γήρανση,γήρανση,υπό ανάπτυξη,αυξανόμενος,ώριμος,Αποκατάσταση,Ώριμανση,συναρμολόγηση,καθαρισμός,Βελτιούμενος
rustiness => σκουριά, rustily => σκουριασμένο, rusticly => αγροτικά, rusticity => χωριάτικος, rusticism => ρουστίκ,