Greek Meaning of degenerating
εκφυλιστικός
Other Greek words related to εκφυλιστικός
- μειούμενη
- αφεδρος
- Επιδεινούμενος
- Επιδεινώνοντας
- που καταρρέει
- σαπισμένο
- εξουσιοδοτώντας
- φθίνων
- αποσυντιθέμενος
- άμπωτης
- παλινδρόμηση
- αναδρομικός
- σάπιος
- βύθιση
- εξασθένιση
- ατροφία
- μειούμενου
- διεφθαρμένος
- εξουθενωτικό
- αποσυνθέτειν
- εξευτελιστικός
- ετοιμόρροπος
- μείωση προσωπικού
- κρεμάμενος
- φθίνουσα
- αποτυχημένος
- πτώση
- χαλαρούσε
- καθυστερημένο
- μαραζώνων
- μείωση
- χαμήλωμα
- σάπιος
- υποχωρούσα
- μειώνοντας
- χαλαρός
- ολίσθηση
- ξίνισμα
- κακομαθαίνω
- φθίνουσα
- μαραμένος
- εκτόνωσης
- πάω στην κατσαρόλα
- Πάω για σπόρους
- σαπίζω
- πάω σε σπόρους
- απονομευτικά
- Μαρασμός (μακριά)
Nearest Words of degenerating
- degeneration => εκφυλισμός
- degenerationist => εκφυλιστικός
- degenerative => εκφυλιστικός
- degenerative arthritis => Οστεοαρθρίτιδα
- degenerative disorder => εκφυλιστική διαταραχή
- degenerative joint disease => εκφυλιστική ασθένεια των αρθρώσεων
- degenerous => εκφυλισμένος
- degenerously => εκφυλιστικά
- degerm => αποθηκεύω
- degerminator => αποστειρωτής
Definitions and Meaning of degenerating in English
degenerating (p. pr. & vb. n.)
of Degenerate
FAQs About the word degenerating
εκφυλιστικός
of Degenerate
μειούμενη,αφεδρος,Επιδεινούμενος,Επιδεινώνοντας,που καταρρέει,σαπισμένο,εξουσιοδοτώντας,φθίνων,αποσυντιθέμενος,άμπωτης
βελτιωτικό,Βελτιούμενος,προελαύνοντας,βελτίωση,υπό ανάπτυξη,ενισχυτικό,εμπλουτίζων,Ύψος,εντατικοποίηση,βελτιωτικός
degenerateness => εκφυλισμός, degenerately => εκφυλιστικά, degenerated => εκφυλισμένος, degenerate => εκφυλισμένος, degeneracy => εκφυλισμός,