Greek Meaning of going to pot

πάω στην κατσαρόλα

Other Greek words related to πάω στην κατσαρόλα

Definitions and Meaning of going to pot in English

going to pot

to be ruined

FAQs About the word going to pot

πάω στην κατσαρόλα

to be ruined

μειούμενη,αφεδρος,Επιδεινούμενος,Επιδεινώνοντας,που καταρρέει,Πάω για σπόρους,πάω σε σπόρους,σαπισμένο,εκφυλιστικός,εξουσιοδοτώντας

βελτιωτικό,Βελτιούμενος,βελτίωση,υπό ανάπτυξη,ενισχυτικό,εμπλουτίζων,εντατικοποίηση,βελτιωτικός,διαδικασία,ενδυνάμωση

going to one's head => Ανέβω στο κεφάλι, going to bat for => Υπερασπίζομαι, going through => περνάω από, going public (with) => Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (με), going over => επανεξέταση,