Greek Meaning of going to one's head

Ανέβω στο κεφάλι

Other Greek words related to Ανέβω στο κεφάλι

Definitions and Meaning of going to one's head in English

going to one's head

to move on a course

FAQs About the word going to one's head

Ανέβω στο κεφάλι

to move on a course

απορίας άξιο,απογοητευτικό,συγκεχυμένος,μπερδεμένος,συγκεχυμένο,μπερδεμένος,παραπλανητικός,ξύλο,σύγχυση,ενοχλητικός

διαβεβαιωτικός,καθησυχαστικός,ικανοποιητικό,Ενημέρωση,διαφωτιστικός

going to bat for => Υπερασπίζομαι, going through => περνάω από, going public (with) => Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (με), going over => επανεξέταση, going out => βγαίνω έξω,