Greek Meaning of going public (with)
Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (με)
Other Greek words related to Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (με)
- Αποκάλυψη
- ανακαλύπτω
- αποκαλυπτικός
- λέγοντας
- αποκάλυψη
- αποκάλυψη
- αποκαλύπτω
- ανακοινώνω
- εκθέτοντας
- αποκάλυψη
- εκθέτω
- διαρροή
- διαμοιρασμός
- εμπιστοσύνη
- αποκαλυψις
- αποκάλυψη
- που δίνεται μακριά
- ξεφτιλίζω ένα μυστικό
- διαρροή
- αποκαλύπτω (για)
- αναγνωριστικός
- διαφημίσεις
- προδοτικός
- φλεγόμενος
- εκπομπή
- επικοινωνία
- Εμπιστοσύνης
- απομυθοποίηση
- δηλώνοντας
- imparting
- Ενημέρωση
- κατέχων
- αφίσα
- καταχώρηση
- δημοσιοποίηση
- έκδοση
- σχετικός
- ομιλώντας
- εκσκαφή
- βγάζοντας προς τα έξω
- εξομολογούμενος
- διακηρύσσοντας
- εκδίδοντας
- συλλογή
- Φαίνεται
- Κάπνισμα έξω
- αποκάλυψη
- Γδύσιμο
- αποκάλυψη
Nearest Words of going public (with)
- going through => περνάω από
- going to bat for => Υπερασπίζομαι
- going to one's head => Ανέβω στο κεφάλι
- going to pot => πάω στην κατσαρόλα
- going to seed => Πάω για σπόρους
- goings-on => γεγονότα
- gold mines => χρυσωρυχεία
- gold standards => χρυσά πρότυπα
- goldbricked => τεμπελιάζει
- golden means => χρυσή τομή
Definitions and Meaning of going public (with) in English
going public (with)
No definition found for this word.
FAQs About the word going public (with)
Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (με)
Αποκάλυψη,ανακαλύπτω,αποκαλυπτικός,λέγοντας,αποκάλυψη,αποκάλυψη,αποκαλύπτω,ανακοινώνω,εκθέτοντας,αποκάλυψη
απόκρυψη,κρύβοντας,Mάσκα,κάλυψη (κάποιου πράγματος),Καμουφλάζ,μεταμφιέζοντας,Κάλυμμα,πέπλο,καμουφλάζ,περιβάλλων
going over => επανεξέταση, going out => βγαίνω έξω, going one better => Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, going on => γίνεται, going off => Φεύγω,