Greek Meaning of going public (with)

Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (με)

Other Greek words related to Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (με)

Definitions and Meaning of going public (with) in English

going public (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word going public (with)

Εισαγωγή στο χρηματιστήριο (με)

Αποκάλυψη,ανακαλύπτω,αποκαλυπτικός,λέγοντας,αποκάλυψη,αποκάλυψη,αποκαλύπτω,ανακοινώνω,εκθέτοντας,αποκάλυψη

απόκρυψη,κρύβοντας,Mάσκα,κάλυψη (κάποιου πράγματος),Καμουφλάζ,μεταμφιέζοντας,Κάλυμμα,πέπλο,καμουφλάζ,περιβάλλων

going over => επανεξέταση, going out => βγαίνω έξω, going one better => Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, going on => γίνεται, going off => Φεύγω,