Greek Meaning of atrophying
ατροφία
Other Greek words related to ατροφία
- μειούμενη
- αφεδρος
- Επιδεινούμενος
- Επιδεινώνοντας
- που καταρρέει
- σαπισμένο
- εκφυλιστικός
- εξουσιοδοτώντας
- φθίνων
- αποσυντιθέμενος
- άμπωτης
- παλινδρόμηση
- αναδρομικός
- σάπιος
- χαλαρός
- βύθιση
- εξασθένιση
- μειούμενου
- διεφθαρμένος
- εξουθενωτικό
- αποσυνθέτειν
- εξευτελιστικός
- ετοιμόρροπος
- μείωση προσωπικού
- κρεμάμενος
- φθίνουσα
- αποτυχημένος
- πτώση
- χαλαρούσε
- καθυστερημένο
- μαραζώνων
- μείωση
- χαμήλωμα
- σάπιος
- υποχωρούσα
- μειώνοντας
- ολίσθηση
- ξίνισμα
- κακομαθαίνω
- φθίνουσα
- μαραμένος
- εκτόνωσης
- πάω στην κατσαρόλα
- Πάω για σπόρους
- σαπίζω
- πάω σε σπόρους
- απονομευτικά
- Μαρασμός (μακριά)
Nearest Words of atrophying
Definitions and Meaning of atrophying in English
atrophying
arrested development or loss of a part or organ incidental to the normal development or life of an animal or plant, to cause (something) to waste away or undergo atrophy, decrease in size or wasting away of a body part or tissue, to waste away (as from disease or disuse), a wasting away or progressive decline
FAQs About the word atrophying
ατροφία
arrested development or loss of a part or organ incidental to the normal development or life of an animal or plant, to cause (something) to waste away or underg
μειούμενη,αφεδρος,Επιδεινούμενος,Επιδεινώνοντας,που καταρρέει,σαπισμένο,εκφυλιστικός,εξουσιοδοτώντας,φθίνων,αποσυντιθέμενος
βελτιωτικό,Βελτιούμενος,βελτίωση,υπό ανάπτυξη,ενισχυτικό,εμπλουτίζων,Ύψος,εντατικοποίηση,βελτιωτικός,ενδυνάμωση
atremble => Τρεμάμενος, atoning (for) => εξιλεωτικός (για), atonements => εξιλεώσεις, atoned (for) => εξιλεωθείς (για), atone (for) => εξιλεώνω (για),