Greek Meaning of petty larceny
Κλοπή
Other Greek words related to Κλοπή
- μικροκλοπή
- απαγωγή
- Κλοπή με διάρρηξη
- υπεξαίρεση
- υπεξαίρεση
- Μόσχευμα
- κλοπή
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- υπεξαίρεση
- κλοπή
- κλοπή
- κλοπή από κατάστημα
- Κλοπή
- Κλοπή αυτοκινήτου
- λεηλασία
- κλοπή
- αεροπειρατεία
- αεροπειρατεία
- διάρρηξη
- λεηλασία
- λεηλασία
- πειρατεία
- λεηλασία
- λαθροθηρία
- κλοπή
- θρόισμα
- Σαγκάη
- λαθρεμπόριο
- Σpoliation
- κλοπή
- κλοπή
Nearest Words of petty larceny
Definitions and Meaning of petty larceny in English
petty larceny (n)
larceny of property having a value less than some amount (the amount varies by locale)
FAQs About the word petty larceny
Κλοπή
larceny of property having a value less than some amount (the amount varies by locale)
μικροκλοπή,απαγωγή,Κλοπή με διάρρηξη,υπεξαίρεση,υπεξαίρεση,Μόσχευμα,κλοπή,εσφαλμένη εφαρμογή,Απαλλοτρίωση,υπεξαίρεση
No antonyms found.
petty jury => Επιτροπή ενόρκων, petty juror => Ένορκος, petty criticism => Τσιγγούνικη κριτική, petty cash => ταμείο μικροποσών, petty bourgeoisie => Μικροαστισμός,