Greek Meaning of smuggling

λαθρεμπόριο

Other Greek words related to λαθρεμπόριο

Definitions and Meaning of smuggling in English

Wordnet

smuggling (n)

secretly importing prohibited goods or goods on which duty is due

FAQs About the word smuggling

λαθρεμπόριο

secretly importing prohibited goods or goods on which duty is due

απαγωγή,ληστεία,αεροπειρατεία,λεηλασία,πειρατεία,λεηλασία,λαθροθηρία,θρόισμα,Κλοπή με διάρρηξη,Κλοπή αυτοκινήτου

μελάνωμα,μποϊκοτάζ,Μαύρη σφαίρα

smuggler => λαθρέμπορος, smuggled => Παρεμπορίου, smuggle => λαθρεμπόριο, smug => εγωιστής, smudgy => μουτζουρωμένος,