Greek Meaning of making off

making of

Other Greek words related to making of

Definitions and Meaning of making off in English

making off

to leave in haste, grab, steal, to take away

FAQs About the word making off

making of

to leave in haste, grab, steal, to take away

Καθαρισμός,παίρνοντας (μακριά),να βγω έξω,φωτισμός,παραλείπω (έξω),δραπέτης,φεύγω τρέχοντας,Αποχώρηση,απόδραση δύο ερωτευμένων,αποδραπέτητος

αντιπαράθεση,Τολμηρός,αψηφώντας,απέναντι,αράζω,εναπομείναν,μόνιμος,πλησιάζει,κατοικία,επίμονος

making much of => δίνει μεγάλη σημασία στο, making it (through) => καταφέρνοντάς το, making good on => εκπλήρωση, making good for => καλό για, making good => βελτίωση,