Greek Meaning of makes off

τρέχει

Other Greek words related to τρέχει

Definitions and Meaning of makes off in English

makes off

to leave in haste, grab, steal, to take away

FAQs About the word makes off

τρέχει

to leave in haste, grab, steal, to take away

ξεκαθαρίζει,escapes,Φεύγει (από),βγαίνει,σβηστά φώτα,παραλείπει (βγαίνει),δραπετεύει,τρελαίνεται,αποχωρεί,δραπετεύει

αντιμετωπίζει,τολμάει,αψηφάει,πρόσωπα,περιφέρεται,λείψανα,διαμένει,γένια,γενναίοι,κατοικεί

makes => κάνει, makers => δημιουργοί, make-or-break => κρίσιμη, make use of => χρησιμοποιώ, make up (for) => αναπληρώνω (κάτι σε κάποιον),