Greek Meaning of skips (out)

παραλείπει (βγαίνει)

Other Greek words related to παραλείπει (βγαίνει)

Definitions and Meaning of skips (out) in English

skips (out)

to leave a place quickly in a secret and improper way

FAQs About the word skips (out)

παραλείπει (βγαίνει)

to leave a place quickly in a secret and improper way

ξεκαθαρίζει,escapes,Φεύγει (από),βγαίνει,σβηστά φώτα,τρέχει,δραπετεύει,αποχωρεί,δραπετεύει,δραπετεύει

αντιμετωπίζει,τολμάει,αψηφάει,πρόσωπα,περιφέρεται,λείψανα,διαμένει,γένια,γενναίοι,κατοικεί

skips => παραλείπει, skipping (out) => παραλείπω (έξω), skippers => σκάφτες, skipped (out) => παράτησε, skip (out) => δραπετεύω,