FAQs About the word skirmishes

αψιμαχίες

a minor dispute or contest, to engage in a skirmish, a brisk preliminary verbal conflict, a minor dispute or contest between opposing parties, to search about (

συναντήσεις,επιχειρήματα,μάχες,καυγάδες,Πινέλα,μάχες,καυγάδες,συγκρούσεις,καυγάδες,ταλαιπωρίες

No antonyms found.

skirmished (with) => αψιμαχία (με), skirmish (with) => αψιμαχία (με), skips (out) => παραλείπει (βγαίνει), skips => παραλείπει, skipping (out) => παραλείπω (έξω),