Greek Meaning of arguments
επιχειρήματα
Other Greek words related to επιχειρήματα
- λογομαχίες
- τσακώνονται
- καυγάδες
- αντιπαραθέσεις
- διαφωνίες
- διαφορές
- μάχες
- παρεξηγήσεις
- καυγάδες
- απρόοπτο
- μπλεξίματα
- Σκραπ
- Battle royale
- Battle Royale
- Στρατηγός
- Μάχη Royale
- συγκρούσεις
- Σταυρωτά πυρά
- Συζητήσεις
- διαφορές
- διαμάχες
- διαφωνίες
- Έχθρες
- ραβέντι
- Γραμμές
- αψιμαχίες
- περικνημίδες
- καυγάδες
- καβγάδες
- καυγάδες
- καυγάς
- Λεκτικές ακροβασίες
- διαπληκτισμοί
- Επιθέσεις
- Αντεγκλήσεις
- διαφωνίες
- διαφωνίες
- καβγάδες
- καβγάδες
- ταλαιπωρίες
- Ζογκλερικά
- λογομαχίες
- μαχη
- συμπλοκές
- αντιρρήσεις
- Διαμαρτυρίες
- διαμαρτυρίες
- συγκρούσεις
- καυγάδες
- μπερδέματα
- καβγάδες
- βεντέτες
Nearest Words of arguments
Definitions and Meaning of arguments in English
arguments
the act or process of arguing, reasoning, or discussing, an angry disagreement, a form of rhetorical expression intended to convince or persuade, an angry quarrel or disagreement, amplitude sense 4, a discussion in which arguments are presented, a reason given for or against a matter under discussion, a reason for or against something, a reason or the reasoning given for or against a matter under discussion compare evidence, proof, oral argument, the subject matter especially of a literary work, an outward sign, a coherent series of reasons, statements, or facts intended to support or establish a point of view, an abstract (see abstract entry 2 sense 1) or summary especially of a literary work, a substantive (such as the direct object of a transitive verb) that is required by a predicate in grammar, one of the independent variables upon whose value that of a function depends
FAQs About the word arguments
επιχειρήματα
the act or process of arguing, reasoning, or discussing, an angry disagreement, a form of rhetorical expression intended to convince or persuade, an angry quarr
λογομαχίες,τσακώνονται,καυγάδες,αντιπαραθέσεις,διαφωνίες,διαφορές,μάχες,παρεξηγήσεις,καυγάδες,απρόοπτο
No antonyms found.
argufying => διαπληκτιζόμενος, argufier => διαφωνών, argufied => υποστήριξε, argues => υποστηρίζει, argots => αργκό,