FAQs About the word skirred

γδαρμένο

to leave hastily, to pass rapidly over, to search about in, to run, fly, sail, or move along rapidly

εξερευνηθεί,searched,Ανακαλύφθηκε,κυνηγημένο,εξετάστηκε,αναμενόμενος,Αποκαλύφθηκε,Υδραυλικός,αποκάλυψε,ανεγνώρισε

No antonyms found.

skirmishes => αψιμαχίες, skirmished (with) => αψιμαχία (με), skirmish (with) => αψιμαχία (με), skips (out) => παραλείπει (βγαίνει), skips => παραλείπει,