FAQs About the word skulks

παραμονεύει

to move in a stealthy or furtive manner, to hide or conceal something (such as oneself) often out of cowardice or fear or with sinister intent, malinger, one th

σκάντζοχοιρος,σκούνκς,φίδια,αθλητικά παπούτσια,πονηρός,κατάσκοποι,μαρκαδόροι,Λειαντικοί,κλεφτοκυτακτάδες,κλεφτάκουστοι

εμφανίζεται

skoshes => λίγο, skives => κοπανάει, skived => κοπάω, skittery => ολισθηρός, skittering => ολισθηρός,