Greek Meaning of dwells
κατοικεί
Other Greek words related to κατοικεί
- μύγες
- φύλλα
- παραιτείται
- διασώζει
- βούισμα
- ξεκαθαρίζει
- κόβει
- αναχωρεί
- escapes
- έξοδοι
- δραπετεύει
- κατεβαίνει
- πάει
- Παίρνει μπρος
- κινήσεις
- αποφλοιώνει
- τραβάει έξω
- Σπρώχνει
- σπρώχνει
- σπρώχνει (μακριά)
- απογειώνεται
- βγαίνει
- εγκαταλείπει
- δραπετεύει
- εγγύηση
- βιβλία
- τρελαίνεται
- καθαρίζει
- εκκενώνει
- εγκαταλείπει
- βγαίνει
- (αιχμές (εκτός ή εκτός))
- τρέχει μακριά
- κόπρανα
- παραλείπει
- αποχωρεί
- εξαφανίζομαι
- αποχωρεί
- έρημοι
- Ξεσπάσματα
Nearest Words of dwells
- dwelt (on or upon) => κατοίκησε (σε ή πάνω)
- dyads => δυάδες
- dyarchies => δυαρχίες
- dyed-in-the-wool => Βαμμένος στο μαλλί
- dyes => βαφές
- dying (away or down or out) => πεθαίνοντας (μακριά ή κάτω ή έξω)
- dying (down) => Πεθαίνει (κάτω)
- dying (for) => πεθαίνοντας (για)
- dynamited => δυναμιτισμένο
- dysfunctions => Δυσλειτουργίες
Definitions and Meaning of dwells in English
dwells
to keep the attention directed, exist, lie, to live as a resident, to remain for a time, to speak or write insistently, to stay for a while, to live in a place
FAQs About the word dwells
κατοικεί
to keep the attention directed, exist, lie, to live as a resident, to remain for a time, to speak or write insistently, to stay for a while, to live in a place
λείψανα,μένει,Περιμένει,διαμένει,περιφέρεται,παραμένει,καθυστερεί,περιμένει,καθυστερεί,κρέμεται
μύγες,φύλλα,παραιτείται,διασώζει,βούισμα,ξεκαθαρίζει,κόβει,αναχωρεί,escapes,έξοδοι
dwellings => κατοικίες, dwelling (on or upon) => Κατοικία (σε ή πάνω), dwellers => κάτοικοι, dwelled (on or upon) => κατοικούμενος (σε ή επάνω), dwell (on or upon) => εστιάζω σε,