Greek Meaning of entailed

συνεπαγόταν

Other Greek words related to συνεπαγόταν

Definitions and Meaning of entailed in English

Webster

entailed (imp. & p. p.)

of Entail

FAQs About the word entailed

συνεπαγόταν

of Entail

φόρεσε,περιεχομενη,περιελάμβανε,συμπεριλαμβανομένης,εμπλεκόμενος,Κατάλαβα,αγκαλιάστηκε,παραδεκτός,Σε παρένθεση,συντεθειμένος

αρνηθεί,Εξαιρούμενος,αριστερά (έξω),παραλειπόμενο,αποκλείστηκε,εμπόδισε,απαγορευμένος,απορριφθείς,απαγορευμένο,αποκλεισμένος

entail => συνεπάγεσθαι, entad => Τίτλος, entackle => ξεμπερδεύω, entablement => επιστύλιο, entablature => στεφάνι,