Greek Meaning of entangler
περιπλεκόμενος
Other Greek words related to περιπλεκόμενος
Nearest Words of entangler
Definitions and Meaning of entangler in English
entangler (n.)
One that entangles.
FAQs About the word entangler
περιπλεκόμενος
One that entangles.
πλέκω,κόμπος,Μπερδέματα,διαπλεγμένος,διαπλέκω,ανακάτεμα,γρυλίζω,υφαίνει,Πλεξούδα,περιπλέκω
ξεμπερδεύω,ξετυλίγω,ξεμπερδεύω,ξεμπερδεύω,ξεστρίβω,Λένε,Αποκρυπτογράφηση,ξετυλίγω,ξευφαίνω
entanglement => Εμπλοκή, entangled => μπερδεμένος, entangle => μπλέκω, entandrophragma cylindricum => Entandrophragma cylindricum, entandrophragma => Εντανδροφράγμα,