FAQs About the word comprised

αποτελούμενος

to be made up of, compose sense 1b, constitute, compose, constitute, include, contain, to include especially within a particular scope

περιεχομενη,συμπεριλαμβανομένης,Αποτελούνταν (από),Κατάλαβα,ενσωματωμένο,αγκαλιάστηκε,περιελάμβανε,συνεπαγόταν,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),εμπλεκόμενος

No antonyms found.

compresses => συμπιέζει, comprehending => κατανοητός, compradors => Κομπραδόροι, compradores => αγοραστές, compradore => κομπραντόρ,