FAQs About the word compurgation

Άγνισμα

the clearing of an accused person by oaths of others who swear to the veracity or innocence of the accused

συγχώρεση,απαλλαγή,συγχώρεση,συγχώρεση,ύφεση,δικαίωση,λύτρωση,εκκαθάριση,συγγνώμη,απαλλαγή

κατηγορία,πεποίθηση,Ένσταση,κατηγορητήριο,δίωξη,κατηγορία,καταδίκη,ενοχοποίηση,μομφή,καταγγελία

compunctious => μεταμελημένος, compunctions => τύψεις, compulsions => παρορμήσεις, comps => comps, compromised => διακυβευμένος,