Greek Meaning of expiation
εξιλέωση
Other Greek words related to εξιλέωση
- συγχώρεση
- αποζημίωση
- λύτρωση
- συγχώρεση
- συγχώρεση
- ύφεση
- αποζημίωση
- αποζημίωση
- συγγνώμη
- Ζημιές
- απαλλαγή
- απαλλαγή
- Αποζημίωση
- αποζημίωση
- ανταμοιβή
- Αποκατάσταση
- αντίποινα
- επανόρθωση
- ικανοποίηση
- δικαίωση
- απαλλαγή
- καθαρισμός
- κάθαρση
- εκκαθάριση
- Άγνισμα
- Аποδεικτικό
- αναγέννηση
- αποζημίωση
- λύτρωση
- αναγέννηση
- αμοιβή
- αντίποινα
- Αποκατάσταση
- σωτηρία
- αγιασμός
- ασβεστώνω
Nearest Words of expiation
Definitions and Meaning of expiation in English
expiation (n)
compensation for a wrong
the act of atoning for sin or wrongdoing (especially appeasing a deity)
expiation (n.)
The act of making satisfaction or atonement for any crime or fault; the extinguishing of guilt by suffering or penalty.
The means by which reparation or atonement for crimes or sins is made; an expiatory sacrifice or offering; an atonement.
An act by which the treats of prodigies were averted among the ancient heathen.
FAQs About the word expiation
εξιλέωση
compensation for a wrong, the act of atoning for sin or wrongdoing (especially appeasing a deity)The act of making satisfaction or atonement for any crime or fa
συγχώρεση,αποζημίωση,λύτρωση,συγχώρεση,συγχώρεση,ύφεση,αποζημίωση,αποζημίωση,συγγνώμη,Ζημιές
κατηγορία,κατηγορία,καταδίκη,Ένσταση,ενοχοποίηση,κατηγορητήριο,δίωξη,μομφή,πεποίθηση,καταγγελία
expiating => εξιλεωτικός, expiated => λυτρωμένος, expiate => εξιλεώνω, expiable => εξιλέωσμος, expetible => αναμενόμενο,