Greek Meaning of expertness
εμπειρία
Other Greek words related to εμπειρία
- εμπειρία
- εξειδίκευση
- επάρκεια
- τέχνη
- καλλιτεχνία
- δημιουργικότητα
- επιδεξιότητα
- ευκολία
- λεπτότητα
- ευχρηστία
- ευφυΐα
- δημιουργικότητα
- Γνωστική ικανότητα
- Γνώση
- μάθηση
- δεξιότητα
- δεξιοτεχνία
- επιδεξιότητα
- επιδεξιότητα
- ικανότητα
- τέχνη
- τέχνασμα
- λυγισμένος
- Εξυπνάδα
- χειροτεχνία
- πονηρός
- επιδεξιότητα
- ταλέντο
- Δώρο
- ικανότητα
- ταλέντο
- Μαεστρία
Nearest Words of expertness
- expertly => επιδέξια
- expertise => εξειδίκευση
- expert witness => Μάρτυρας εμπειρογνώμονας
- expert => ειδικός
- experrection => Δεν υπάρχει ισοδύναμος όρος
- experinenting => Πειραματιζόμενος
- experimetalist => πειραματιστής
- experimentist => Πειραματιστής
- experimenter bias => Προκατάληψη ερευνητών
- experimented => πειραματικό
Definitions and Meaning of expertness in English
expertness (n)
skillfulness by virtue of possessing special knowledge
expertness (n.)
Skill derived from practice; readiness; as, expertness in seamanship, or in reasoning.
FAQs About the word expertness
εμπειρία
skillfulness by virtue of possessing special knowledgeSkill derived from practice; readiness; as, expertness in seamanship, or in reasoning.
εμπειρία,εξειδίκευση,επάρκεια,τέχνη,καλλιτεχνία,δημιουργικότητα,επιδεξιότητα,ευκολία,λεπτότητα,ευχρηστία
αφέλεια,αμηχανία,αδεξιότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,Ακαμψία,ανικανότητα,ανεπάρκεια,ανικανότητα,ανικανότητα
expertly => επιδέξια, expertise => εξειδίκευση, expert witness => Μάρτυρας εμπειρογνώμονας, expert => ειδικός, experrection => Δεν υπάρχει ισοδύναμος όρος,