FAQs About the word expiator

εξιλαστής

One who makes expiation or atonement.

Αποζημιώνω,Σωστό,εξαγοράζω,αποπληρώνω,τροποποιώ,εξιλεώνω (για),αποζημιώνω,Ανταμείβω,επισκευάζω,διορθώνω

No antonyms found.

expiative => εξιλεωτικός, expiatist => εξιλαστήριος, expiation => εξιλέωση, expiating => εξιλεωτικός, expiated => λυτρωμένος,