FAQs About the word expiable

εξιλέωσμος

capable of being atoned forCapable of being expiated or atoned for; as, an expiable offense; expiable guilt.

Αποζημιώνω,Σωστό,εξαγοράζω,αποπληρώνω,τροποποιώ,εξιλεώνω (για),αποζημιώνω,Ανταμείβω,επισκευάζω,διορθώνω

No antonyms found.

expetible => αναμενόμενο, expertness => εμπειρία, expertly => επιδέξια, expertise => εξειδίκευση, expert witness => Μάρτυρας εμπειρογνώμονας,