Greek Meaning of maladroitness

αδεξιότητα

Other Greek words related to αδεξιότητα

Definitions and Meaning of maladroitness in English

Wordnet

maladroitness (n)

unskillfulness resulting from a lack of training

FAQs About the word maladroitness

αδεξιότητα

unskillfulness resulting from a lack of training

αφέλεια,ανικανότητα,ανικανότητα,αμηχανία,αδεξιότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,αδεξιότητα,αγένεια,Ακαμψία

επιδεξιότητα,τέχνη,τέχνασμα,καλλιτεχνία,Εξυπνάδα,χειροτεχνία,πονηρός,δεξιότητα,επιδεξιότητα,τέχνη

maladroitly => αδέξια, maladroit => αδέξιος, maladministration => κακοδιοίκηση, maladjustment => δυσπροσαρμογή, maladjustive => Κακ προσαρμοσμένος,