Greek Meaning of swearing in

ορκωμοσία

Other Greek words related to ορκωμοσία

Definitions and Meaning of swearing in in English

swearing in

to induct into office by administration of an oath, to place into office by the giving of an oath

FAQs About the word swearing in

ορκωμοσία

to induct into office by administration of an oath, to place into office by the giving of an oath

επιβεβαιωτικός,επιβεβαιώνοντας,εγκαινιάζοντας,έναρξη,εγκατάσταση,επικύρωση,επιτρέποντας,Εγκριτικός,επικύρωση,επικυρώνοντας

απαγόρευση,αποκλεισμός,αρνούμενος,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,ανασταλτικός,στάση,συγκράτηση,προληπτικός,αποκλεισμός

sways => κουνιέται, swaying => ταλαντεύομαι, swayed => επηρεάστηκε, swatting => swatting, swatted => δέχτηκε ψεύτικη κλήση που ενεργοποίησε την ομάδα SWAT,