Greek Meaning of swearing in
ορκωμοσία
Other Greek words related to ορκωμοσία
- επιβεβαιωτικός
- επιβεβαιώνοντας
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- εγκατάσταση
- επικύρωση
- επιτρέποντας
- Εγκριτικός
- επικύρωση
- επικυρώνοντας
- επάγοντας
- εγκαθιστωντας
- αφήνοντας
- επιτρέποντας
- επιβάλλων κυρώσεις
- πιστοποίηση
- Εντάξει
- διαπίστευση
- εξουσιοδοτώντας
- πιστοποίηση
- ναύλωση
- εκκαθάριση
- θέση σε λειτουργία
- Ενδυνάμωση
- Ενεργοποίηση
- απόδοση δικαιώματος ψήφου
- δικαιούχος
- επενδύσεις
- αδειοδότηση
- προκριματική
- απόκτηση
- εγγυημένος
- Διαπίστευση
- Χορήγηση άδειας
- εντάξει
- προνόμηση
- απαγόρευση
- αποκλεισμός
- αρνούμενος
- αποκλειστικός
- εξαιρουμένων
- ανασταλτικός
- στάση
- συγκράτηση
- προληπτικός
- αποκλεισμός
- 除非
- περιοριστική
- Απαγορεύει
- αποθαρρυντικός
- απαγορευτικό
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- απαγορευτικό
- αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας
- στέρησης του εκλογικού δικαιώματος
- Επιβάλλοντας
- απαγόρευση
- βάζω βέτο
- στέρηση δικαιώματος ψήφου
- απαγορεύοντας
Nearest Words of swearing in
Definitions and Meaning of swearing in in English
swearing in
to induct into office by administration of an oath, to place into office by the giving of an oath
FAQs About the word swearing in
ορκωμοσία
to induct into office by administration of an oath, to place into office by the giving of an oath
επιβεβαιωτικός,επιβεβαιώνοντας,εγκαινιάζοντας,έναρξη,εγκατάσταση,επικύρωση,επιτρέποντας,Εγκριτικός,επικύρωση,επικυρώνοντας
απαγόρευση,αποκλεισμός,αρνούμενος,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,ανασταλτικός,στάση,συγκράτηση,προληπτικός,αποκλεισμός
sways => κουνιέται, swaying => ταλαντεύομαι, swayed => επηρεάστηκε, swatting => swatting, swatted => δέχτηκε ψεύτικη κλήση που ενεργοποίησε την ομάδα SWAT,