Greek Meaning of birth control
αντισύλληψη
Other Greek words related to αντισύλληψη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of birth control
- birth control device => αντισυλληπτική μέθοδος
- birth control pill => αντισυλληπτικό χάπι
- birth defect => Συγγενής ανωμαλία
- birth pangs => ωδίνες τοκετού
- birth prevention => αντισύλληψη
- birth rate => ποσοστό γεννήσεων
- birth trauma => τραυματισμός γέννησης
- birth-control campaigner => υποστηρικτής του ελέγχου των γεννήσεων
- birth-control reformer => Μεταρρυθμιστής της αντισύλληψης
- birthday => γενέθλια
Definitions and Meaning of birth control in English
birth control (n)
limiting the number of children born
FAQs About the word birth control
αντισύλληψη
limiting the number of children born
No synonyms found.
No antonyms found.
birth certificate => Πιστοποιητικό γέννησης, birth canal => γεννητικός πόρος, birth => γέννηση, birt => Μπερτ, birse => βούρτσα,