Greek Meaning of container ship

Εμπορευματοκιβωτιοφόρο πλοίο

Other Greek words related to Εμπορευματοκιβωτιοφόρο πλοίο

Definitions and Meaning of container ship in English

Wordnet

container ship (n)

a cargo ship designed to hold containerized cargoes

FAQs About the word container ship

Εμπορευματοκιβωτιοφόρο πλοίο

a cargo ship designed to hold containerized cargoes

αεροπλανοφόρο,αργώ,φορτηγίδα,κολιέ,Κορβέτα,καταδρομικό,κόφτης,Φέρι,ναυαρχίδα,Φορτηγό πλοίο

No antonyms found.

container => εμπορευματοκιβώτιο, contained => περιεχομενη, contain => περιέχει, contagiously => Μεταδοτικά, contagious disease => Μεταδοτική νόσος,