Greek Meaning of fell (in)
έπεσε (σε)
Other Greek words related to έπεσε (σε)
Nearest Words of fell (in)
Definitions and Meaning of fell (in) in English
fell (in)
to sink inward, to concur with, to take one's proper place in a military formation, to harmonize with, to begin associating with
FAQs About the word fell (in)
έπεσε (σε)
to sink inward, to concur with, to take one's proper place in a military formation, to harmonize with, to begin associating with
αρνήθηκε (σε),Περιλαμβάνεται,μειωμένος (σε),συρρικνώθηκε,λιγότερο,Κωνικός,σταδιακά μειωμένο,μειώθηκε,βουτηγμένο,χαμένος
κατασκευασμένος,κέρδισε,συλλεγμένοι,μεγάλωσε (σε),παραλαβή,διπλασιασμένος (σε),αποπληρωθέντα,συσσωρευμένος,τριπλασιασμένος (σε)
felines => γάτες\n\n, felicitations => συγχαρητήρια, felicific => ευτυχισμένος, feistiness => Ζωντάνια, feinting => λιποθυμία,