FAQs About the word fell (in)

έπεσε (σε)

to sink inward, to concur with, to take one's proper place in a military formation, to harmonize with, to begin associating with

αρνήθηκε (σε),Περιλαμβάνεται,μειωμένος (σε),συρρικνώθηκε,λιγότερο,Κωνικός,σταδιακά μειωμένο,μειώθηκε,βουτηγμένο,χαμένος

κατασκευασμένος,κέρδισε,συλλεγμένοι,μεγάλωσε (σε),παραλαβή,διπλασιασμένος (σε),αποπληρωθέντα,συσσωρευμένος,τριπλασιασμένος (σε)

felines => γάτες\n\n, felicitations => συγχαρητήρια, felicific => ευτυχισμένος, feistiness => Ζωντάνια, feinting => λιποθυμία,