Greek Meaning of borderline

οριακός

Other Greek words related to οριακός

Definitions and Meaning of borderline in English

Wordnet

borderline (n)

a line that indicates a boundary

Wordnet

borderline (s)

of questionable or minimal quality

FAQs About the word borderline

οριακός

a line that indicates a boundary, of questionable or minimal quality

σύνορο,περιθωριακός,εξωτερικός,εξωτερικός,εξωτερικός,εξωτερικότατος,έξω,εξωτερικός

εσωτερικός,μέσα,εσωτερικός,εσωτερική,προς τα μέσα,κεντρικός,βαθύτερος,μέση,μέση,εσώτερος

borderland => μεθόρια, bordering => συνοριακός, borderer => μεθοριακός, bordered => οριοθετημένος, bordereaux => συνοδευτικά δελτία,