Greek Meaning of withholds
συγκρατεί
Other Greek words related to συγκρατεί
Nearest Words of withholds
- withholding taxes => Φόροι που παρακρατούνται
- withholding (from) => παρακράτηση (από)
- withhold (from) => κρατώ (από)
- withheld (from) => παρακρατηθείσα (από)
- withershins => ανάποδα από τους δείκτες του ρολογιού
- withdrew (from) => Αποσύρθηκε από.
- withdraws (from) => αποσύρεται (από)
- withdrawing (from) => αποχώρηση (από)
- withdraw (from) => αποσύρθηκα (από)
- with young => με νέους
Definitions and Meaning of withholds in English
withholds
forbear, refrain, to refuse to grant, give, or allow, to keep in custody, to refrain from granting, giving, or allowing, to hold back, to deduct (withholding tax) from income, to hold back from action
FAQs About the word withholds
συγκρατεί
forbear, refrain, to refuse to grant, give, or allow, to keep in custody, to refrain from granting, giving, or allowing, to hold back, to deduct (withholding ta
μειώνεται,αρνείται,αρνείται,απορρίπτει,απαγορεύει,απαγορεύει,απαγορεύει,βέτο,απαγορεύσεις,επιταγές
δίνει,αντέχει οικονομικά,Επιπλώνει,επιχορηγήσεις,ας,προσφέρει,εφόδια,Άδειες,εντάξει,Eντάξει
withholding taxes => Φόροι που παρακρατούνται, withholding (from) => παρακράτηση (από), withhold (from) => κρατώ (από), withheld (from) => παρακρατηθείσα (από), withershins => ανάποδα από τους δείκτες του ρολογιού,