FAQs About the word wizening

μαραζώνει

to become dry, shrunken, and wrinkled often as a result of aging or of failing vitality, to become shrunken or wrinkled often as a result of aging, to cause to

φθίνων,ξήρανση,Μουμιοποίηση,μαραμένος,συρρίκνωση,φθίνουσα,μαραμένος,μειούμενη,φθίνων,ξεθώριασμα

ανθισμένος,υπό ανάπτυξη,ακμάζων,αυξανόμενος,αυξανόμενο,ευημερούσα,αναβιωτικό,ακμάζων,αναζωογονητικός,κορυφή

wizards => μάγοι, wizardries => μαγγανείες, witticisms => αστείες ατάκες, witnesses => μάρτυρες, withstands => αντέχει,