Greek Meaning of walk out on
εγκαταλείπω
Other Greek words related to εγκαταλείπω
- αφήνω
- Κλώνος
- εγκαταλείπω
- αποκόβω
- Έρημος
- χωματερή
- εγκαταλείπω
- Μαρών
- παραιτούμαι
- υποχωρώ (από)
- (από) ξεχωρισμένος
- απομακρύνω από
- αποσύρθηκα (από)
- παραδίδω
- απορρίπτω
- απόσταση
- Τάφρος
- απόδραση
- περιπέτεια
- ξεχάσω
- εγκαταλείπω
- Παραδώσω
- πετάω
- σκουπίδια
- αμέλεια
- απορρίπτω
- παραιτούμαι
- απαρνηθώ
- θυσία
- σκραπ
- αποθήκη
- παράδοση
- εκκενώνω
- απόδοση
- να ξεφλουδίζω
- απογειώνω (από)
Nearest Words of walk out on
- walkaways => λιποτάκτες
- walked away from => απομακρύνθηκε από
- walked off with => έφυγε με
- walked on => πάτησε
- walked out => βγήκε έξω
- walked out on => τους άφησε
- walked over => περπάτησε επάνω
- walked through => περπάτησε μέσα από
- walking away from => απομακρύνεται από
- walking off with => φεύγοντας με
Definitions and Meaning of walk out on in English
walk out on
strike, the action of leaving a meeting or organization as an expression of disapproval, to go on strike, strike sense 3a, to leave suddenly often as an expression of disapproval, to leave in the lurch, strike entry 2 sense 2a
FAQs About the word walk out on
εγκαταλείπω
strike, the action of leaving a meeting or organization as an expression of disapproval, to go on strike, strike sense 3a, to leave suddenly often as an express
αφήνω,Κλώνος,εγκαταλείπω,αποκόβω,Έρημος,χωματερή,εγκαταλείπω,Μαρών,παραιτούμαι,υποχωρώ (από)
έχω,κρατώ,κρατάω,ιδιο,κατέχω,εφεδρεία,διατηρώ,λιμάνι,διεκδικώ,εξαγοράζω
walk on => περπατάω, walk off with => αφήνω να κερδίσω, walk in the park => Περίπατος στο πάρκο, walk away from => απομακρύνω από, waking (up) => ξυπνάω,