Greek Meaning of inoculated

εμβολιασμένος

Other Greek words related to εμβολιασμένος

Definitions and Meaning of inoculated in English

Webster

inoculated (imp. & p. p.)

of Inoculate

FAQs About the word inoculated

εμβολιασμένος

of Inoculate

Εμποτισμένο,εγχυμένο,διάχυτος,φορτισμένος,βαθιά ριζωμένος,ζωογονημένος,γεμάτος,πλημμυρισμένος,εμπεδωμένο,ντυμένο

ξεκαθαρισμένο,στερημένος,εκχωρήθηκε,αδειασμένος,αφαιρέθηκε,γυμνός,αποκλείστηκε,стрипт,πήρε (μακριά)

inoculate => εμβολιάζω, inocular => εμβολιάζω, inoculant => εμβόλιο, inoculable => ενοφθαλμίσιμος, inoculability => εμβολιαστικότητα,