Greek Meaning of suffused
διάχυτος
Other Greek words related to διάχυτος
- γεμάτος
- πλημμυρισμένος
- Εμποτισμένο
- εμπεδωμένο
- εγχυμένο
- εμβολιασμένος
- επενδύσει
- Εμποτισμένο
- κινούμενη
- φορτισμένος
- πνιγμένος
- προικισμένο
- βαθιά ριζωμένος
- ζωογονημένος
- ντυμένο
- εδραιωμένος
- εμφύσησε
- αναζωογονημένο
- προζυμωμένο
- Υπερφορτωμένος
- διαποτισμένος
- φυτεμένος
- κορεσμένος
- κατακλύζω
- εμφυτευμένο
- πλημμυρισμένος
- βυθισμένος
Nearest Words of suffused
Definitions and Meaning of suffused in English
suffused
to flush or spread over or through in the manner of a fluid and especially blood, to spread over or through in the manner of fluid or light
FAQs About the word suffused
διάχυτος
to flush or spread over or through in the manner of a fluid and especially blood, to spread over or through in the manner of fluid or light
γεμάτος,πλημμυρισμένος,Εμποτισμένο,εμπεδωμένο,εγχυμένο,εμβολιασμένος,επενδύσει,Εμποτισμένο,κινούμενη,φορτισμένος
στερημένος,εκχωρήθηκε,αδειασμένος,γυμνός,ξεκαθαρισμένο,αποκλείστηκε,αφαιρέθηκε,стрипт,πήρε (μακριά)
suffocates => πνίγει, suffocated => πνιγμένος, sufficing => επαρκής, sufficiencies => επάρκειες, suffices => αρκετό,