FAQs About the word sufferings

δεινά

a pain or injury endured, the state or experience of one that suffers, pain

πένθος,λύπη,λυγμοί,Λύπες,δάκρυα,αγωνίες,κλαίει,πόνοι,λύπες,γκρίνια

χαρές,πανηγυρισμοί

suffered => υπέφερε, sufferances => παθήματα, suedes => Suede, sued => κατείχε, sue (for) => μηνύω (για),