Greek Meaning of inoculating
εμβολιασμός
Other Greek words related to εμβολιασμός
Nearest Words of inoculating
Definitions and Meaning of inoculating in English
inoculating (n)
the act of protecting against disease by introducing a vaccine into the body to induce immunity
inoculating (p. pr. & vb. n.)
of Inoculate
FAQs About the word inoculating
εμβολιασμός
the act of protecting against disease by introducing a vaccine into the body to induce immunityof Inoculate
εμφορούντας,έγχυση,επενδύσεις,απορροφούμαι,κινούμενος,φόρτιση,διαρκής,εμποτισμός,γέμιση,πλημμύρα
στερητικός,κένωση,Απομάκρυνση,απόσυρση,εκκαθάριση,αποεπένδυση,εξαλείφοντας,υπερανάληψη (τραπεζών)
inoculated => εμβολιασμένος, inoculate => εμβολιάζω, inocular => εμβολιάζω, inoculant => εμβόλιο, inoculable => ενοφθαλμίσιμος,