FAQs About the word double vision

Διπλωπία

visual impairment in which an object is seen as two objects

αστιγματισμός,μάτι,όραση,όραση,Στραβισμός,Όραμα,Ανωμαλία μεγέθους εικόνας,διπλωπία,Υπερμετρωπία,Πρεσβυωπία

No antonyms found.

double up => διπλασιάζω, double tongue => Δίγλωσσος, double time => διπλός χρόνος, double talk => Διπλή όμιλία, double take => Διπλό κοιτάζω,