Greek Meaning of double vision
Διπλωπία
Other Greek words related to Διπλωπία
Nearest Words of double vision
- double-acting => διπλής ενεργείας
- double-bank => διπλή τράπεζα
- double-banked => διπλή τράπεζα
- double-barreled => Δικάννα
- double-barrelled => δίκανο
- double-bass => κοντραμπάσο
- double-beat valve => Βαλβίδα διπλού παλμού
- double-bedded => με διπλό κρεβάτι
- double-bitted ax => δίκοπη πέλεκυς
- double-bitted axe => διπλοπέλεκυς
Definitions and Meaning of double vision in English
double vision (n)
visual impairment in which an object is seen as two objects
FAQs About the word double vision
Διπλωπία
visual impairment in which an object is seen as two objects
αστιγματισμός,μάτι,όραση,όραση,Στραβισμός,Όραμα,Ανωμαλία μεγέθους εικόνας,διπλωπία,Υπερμετρωπία,Πρεσβυωπία
No antonyms found.
double up => διπλασιάζω, double tongue => Δίγλωσσος, double time => διπλός χρόνος, double talk => Διπλή όμιλία, double take => Διπλό κοιτάζω,