FAQs About the word eyesight

όραση

normal use of the faculty of visionSight of the eye; the sense of seeing; view; observation.

μάτι,όραση,Όραμα,Μυωπία,μυωπία,αστιγματισμός,διπλωπία,Διπλωπία,Υπερμετρωπία,Πρεσβυωπία

No antonyms found.

eyeshot => εντός οπτικού πεδίου, eyeshadow => Σκιά ματιών, eyeshade => επιθέματα ματιών, eyeservice => υπηρεσία ματιών, eyeservant => ετεροπροσδιοριζόμενος,