FAQs About the word eyer

μάτια

One who eyes another.

Συγκρότημα,κύκλος,στεφάνι,βρόχος,δαχτυλίδι,γύρος,ζώνη,πηνίο,γιακάς,Στεφάνι

αδιαφορία,αμέλεια,λήθη,Άγνοια

eye-popping => εντυπωσιακός, eyepiece => φακός, eyepatch => επιθέματα ματιών, eyen => μάτια, eye-minded => οπτικός,