Greek Meaning of strabismus
Στραβισμός
Other Greek words related to Στραβισμός
Nearest Words of strabismus
Definitions and Meaning of strabismus in English
strabismus (n)
abnormal alignment of one or both eyes
FAQs About the word strabismus
Στραβισμός
abnormal alignment of one or both eyes
αστιγματισμός,διπλωπία,όραση,Υπερμετρωπία,Μυωπία,μυωπία,Στραβισμός,Ανωμαλία μεγέθους εικόνας,μάτι,Υπερμετρωπία
No antonyms found.
stp => σταμάτα, stowing => Αποθήκευση., stowe => αποθηκεύω, stowaway => Μετανάστης, stowage => αποθήκευση,