FAQs About the word stowage

αποθήκευση

the charge for stowing goods, a room in which things are stored, the act of packing or storing away

περιοχή,Φόρτωμα,δωμάτιο,χώρος,Βάρος,Κυβισμός,συμπληρώνω,πληρότης,ακίνητα,χωρητικότητα

No antonyms found.

stow away => λαθρεπιβάτης, stow => αποθηκεύω, stover => Άχυρο, stovepiping => Σωλήνωση, stovepiped => διαχωρισμένο,