Greek Meaning of marital
συζυγικός
Other Greek words related to συζυγικός
Nearest Words of marital
- marital communications privilege => Προνόμιο γαμήλιας επικοινωνίας
- marital relationship => συζυγική σχέση
- marital status => Οικογενειακή κατάσταση
- maritated => παντρεμένος
- maritimal => ναυτικός
- maritimale => θαλάσσιος
- maritime => ναυτικός
- maritime law => ναυτικό δίκαιο
- maritime provinces => Θαλάσσιες επαρχίες
- maritimes => ναυτιλιακά
Definitions and Meaning of marital in English
marital (a)
of or relating to the state of marriage
marital (v.)
Of or pertaining to a husband; as, marital rights, duties, authority.
FAQs About the word marital
συζυγικός
of or relating to the state of marriageOf or pertaining to a husband; as, marital rights, duties, authority.
συζυγικός,συζυγικός,παντρεμένος,γαμήλιος,γαμήλιος,παντρεμένος,συζυγικός,νυφικός,αρραβωνιασμένος,ταιριαστό
εξώγαμος
marish => έλος, mariposan => πεταλούδα, mariposa tulip => Τουλίπα πεταλούδα, mariposa lily => Κρίνος πεταλούδα, mariposa => Πεταλούδα,