FAQs About the word wifely

συζυγικός

befitting or characteristic of a wifeBecoming or life; of or pertaining to a wife.

συζυγικός,αρραβωνιασμένος/αρραβωνιασμένη,νυφικός,αφοσιωμένος,συζυγικός,συζυγικός,δεσμεύτηκε,προγαμιαίος,υποσχεμένος,αρραβωνιασμένος

εξώγαμος

wifelike => γυναικειώδης, wifeless => χωρίς σύζυγο, wifehood => γυναίκα, wife => σύζυγος, wiesenthal => Wiesenthal,