FAQs About the word wigged

περουκέ

wearing a wigof Wig, Having the head covered with a wig; wearing a wig.

βλάβη,χωρισμός,πνίγω,ρωγμή,καταρρέω,(συγκρούομαι) έξω,Τρελαίνομαι,καταρρέω,το χάνεις,Τήξη

No antonyms found.

wigg => περούκα, wigeon => σφυριχτάρι, wigan => Ουίγκαν, wig tree => Δέντρο περούκας, wig => περούκα,