Greek Meaning of spousal

συζυγικός

Other Greek words related to συζυγικός

Definitions and Meaning of spousal in English

Wordnet

spousal (a)

of or relating to a wedding

relating to a spouse

FAQs About the word spousal

συζυγικός

of or relating to a wedding, relating to a spouse

νυφικός,συζυγικός,προγαμιαίος,συζυγικός,αρραβωνιασμένος/αρραβωνιασμένη,αφοσιωμένος,συζυγικός,γαμήλιος,γαμήλιος,δεσμεύτηκε

εξώγαμος

spot-welding => Συγκόλληση με σημεία, spot-welder => Βαθμοκολλητήρας, spot-weld => Σημειακή συγκόλληση, spotweld => συγκόλληση με σημεία, spotty => κηλιδωτός,