Greek Meaning of spousal
συζυγικός
Other Greek words related to συζυγικός
Nearest Words of spousal
- spot-welding => Συγκόλληση με σημεία
- spot-welder => Βαθμοκολλητήρας
- spot-weld => Σημειακή συγκόλληση
- spotweld => συγκόλληση με σημεία
- spotty => κηλιδωτός
- spotting => διάστικτος
- spotter => Παρατηρητής
- spotted weakfish => Αμερικάνικη τσιπούρα
- spotted water hemlock => Κώνειο το βεβαίων
- spotted sunfish => Πανταχόφιδο
Definitions and Meaning of spousal in English
spousal (a)
of or relating to a wedding
relating to a spouse
FAQs About the word spousal
συζυγικός
of or relating to a wedding, relating to a spouse
νυφικός,συζυγικός,προγαμιαίος,συζυγικός,αρραβωνιασμένος/αρραβωνιασμένη,αφοσιωμένος,συζυγικός,γαμήλιος,γαμήλιος,δεσμεύτηκε
εξώγαμος
spot-welding => Συγκόλληση με σημεία, spot-welder => Βαθμοκολλητήρας, spot-weld => Σημειακή συγκόλληση, spotweld => συγκόλληση με σημεία, spotty => κηλιδωτός,