Greek Meaning of spouse
σύζυγος
Other Greek words related to σύζυγος
Nearest Words of spouse
Definitions and Meaning of spouse in English
spouse (n)
a person's partner in marriage
FAQs About the word spouse
σύζυγος
a person's partner in marriage
σύζυγος,συνεργάτης,σύζυγος,νύφη,σύζυγος,φίλος,Σημαντικός άλλος,το ταίρι μου,γαμπρός,συμβίος
πρώην,εργένης,ανύπαντρος,υπηρέτρια,παρθένα,γεροντοκόρη
spousal relationship => Σύζυγος σχέση, spousal equivalent => ισοδύναμο συζύγου, spousal => συζυγικός, spot-welding => Συγκόλληση με σημεία, spot-welder => Βαθμοκολλητήρας,