Greek Meaning of domestic partner
συμβίος
Other Greek words related to συμβίος
Nearest Words of domestic partner
- domestic pigeon => Περιστέρι οικόσιτο
- domestic prelate => τιμητικός παπικός προεστός
- domestic relations court => Δικαστήριο οικογενειακών υποθέσεων
- domestic science => Οικιακή οικονομία
- domestic sheep => Εγχώριο πρόβατο
- domestic silkworm moth => Μεταξοσκώληκας
- domestic violence => ενδοοικογενειακή βία
- domestical => εγχώριος
- domestically => Εγχώρια
- domesticant => εξημερωμένο
Definitions and Meaning of domestic partner in English
domestic partner (n)
a person (not necessarily a spouse) with whom you cohabit and share a long-term sexual relationship
FAQs About the word domestic partner
συμβίος
a person (not necessarily a spouse) with whom you cohabit and share a long-term sexual relationship
το ταίρι μου,συνεργάτης,Σημαντικός άλλος,συγγενική ψυχή,σύζυγος,νύφη,σύζυγος,σύζυγος,φίλος,γέρος
πρώην,εργένης,υπηρέτρια,παρθένα,ανύπαντρος,νύφη,γεροντοκόρη
domestic llama => Εξημερωμένη λάμα, domestic help => Οικιακή βοηθός, domestic goat => Εγχώρια αίγα, domestic fowl => Πουλερικά, domestic flight => εσωτερική πτήση,