FAQs About the word domestical

εγχώριος

Domestic., A family; a household.

No synonyms found.

No antonyms found.

domestic violence => ενδοοικογενειακή βία, domestic silkworm moth => Μεταξοσκώληκας, domestic sheep => Εγχώριο πρόβατο, domestic science => Οικιακή οικονομία, domestic relations court => Δικαστήριο οικογενειακών υποθέσεων,