Greek Meaning of domestical
εγχώριος
Other Greek words related to εγχώριος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of domestical
- domestic violence => ενδοοικογενειακή βία
- domestic silkworm moth => Μεταξοσκώληκας
- domestic sheep => Εγχώριο πρόβατο
- domestic science => Οικιακή οικονομία
- domestic relations court => Δικαστήριο οικογενειακών υποθέσεων
- domestic prelate => τιμητικός παπικός προεστός
- domestic pigeon => Περιστέρι οικόσιτο
- domestic partner => συμβίος
- domestic llama => Εξημερωμένη λάμα
- domestic help => Οικιακή βοηθός
- domestically => Εγχώρια
- domesticant => εξημερωμένο
- domesticate => εξημερώνω
- domesticated => εξημερωμένος
- domesticated animal => Κατοικίδιο ζώο
- domesticated silkworm moth => Βομβυκόπουλο
- domesticating. => εξημέρωση
- domestication => Εξημέρωση
- domesticator => εξημερωτής
- domesticise => εξημερώνω, εξημερώ
Definitions and Meaning of domestical in English
domestical (a.)
Domestic.
domestical (n.)
A family; a household.
FAQs About the word domestical
εγχώριος
Domestic., A family; a household.
No synonyms found.
No antonyms found.
domestic violence => ενδοοικογενειακή βία, domestic silkworm moth => Μεταξοσκώληκας, domestic sheep => Εγχώριο πρόβατο, domestic science => Οικιακή οικονομία, domestic relations court => Δικαστήριο οικογενειακών υποθέσεων,